- ἕζετο
- ἕζομαιseat oneselfaor ind mid 3rd sg (epic)ἕζομαιseat oneselfimperf ind mp 3rd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἕζεθ' — ἕζετο , ἕζομαι seat oneself aor ind mid 3rd sg (epic) ἕζετο , ἕζομαι seat oneself imperf ind mp 3rd sg (epic) ἕζεται , ἕζομαι seat oneself pres ind mp 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕζετ' — ἕζετο , ἕζομαι seat oneself aor ind mid 3rd sg (epic) ἕζετο , ἕζομαι seat oneself imperf ind mp 3rd sg (epic) ἕζεται , ἕζομαι seat oneself pres ind mp 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένθεν — (AM ἔνθεν) επίρρ. (δεικτ.) 1. (για τόπο) από εκεί, απ αυτό το μέρος («τοὺς δ ἔνθεν ἀναστήσας ἄγεν ἥρως», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α) «ἔνθεν καὶ ἔνθεν» απ’ εδώ κι απ εκεί («ἔνθεν και ἔνθεν ἐπορεύοντο οί ὁπλοφόροι», Ξεν.) β) «ἔνθεν κἀκεῑθεν» απ εδώ και απ… … Dictionary of Greek
ήτοι — (Α ἤτοι) (επεξηγηματικό μόριο = ἦ τοι) δηλαδή, με άλλα λόγια αρχ. 1. (βεβαιωτικό μόριο = ἦ τοι) βέβαια, αλήθεια, πράγματι 2. (συχνά ως μεταβατικό στην αρχή προτάσεως ή περιόδου = ἦ τοι) τότε λοιπόν («ἤτοι ὅ γ ὥς εἰπὼν κατ ἄρ ἕζετο», Ομ. Ιλ.) 3.… … Dictionary of Greek